ΓΕΝΙΚΑ
Η διαθλαστική χειρουργική είναι μια μέθοδος διόρθωσης ή βελτίωσης της όρασης για άτομα που έχουν κάποια διαθλαστική ανωμαλία, όπως μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμό και πρεσβυωπία. Υπάρχουν διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις που ρυθμίζουν την εστίαση του οφθαλμού, έτσι ώστε να βλέπετε καθαρά χωρίς γυαλιά οράσεως ή φακούς επαφής. Οι επεμβάσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν τον ανασχηματισμό του κερατοειδούς χιτώνα ή την εμφύτευση τεχνητού φακού εντός του οφθαλμού.
Οι πιο διαδεδομένοι τύποι διαθλαστικής χειρουργικής είναι οι εφαρμογές λέιζερ, όπως η μέθοδος LASIK (Laser in situ keratomileusis – Λέιζερ κερατοσμίλευση) και η μέθοδος PRK (Photo Refractive Keratectomy – Φωτοδιαθλαστική Κερατεκτομή), καθώς και η τοποθέτηση ειδικών φακών μπροστά από τον κρυσταλλοειδή φακό του ματιού (ICL – Intraocular contact lenses). Καμία μέθοδος διόρθωσης διαθλαστικών σφαλμάτων δεν είναι καθολικά αποδεκτή ως ιδανική. Η βέλτιστη επιλογή θεραπείας για τον κάθε ασθενή προκύπτει έπειτα από λεπτομερή εξέταση και ενδελεχή συζήτηση με την/τον οφθαλμίατρό σας.
ΜΥΩΠΙΑ
Η μυωπία είναι η συνηθέστερη αιτία εξασθένησης της όρασης σε άτομα ηλικίας κάτω των 40 ετών. Σε αυτή τη διαθλαστική ανωμαλία ο φακός του οφθαλμού δεν εστιάζει το φως στον αμφιβληστροειδή, όπως στα φυσιολογικά μάτια, αλλά μπροστά από αυτόν. Ως συνέπεια, τα άτομα με μυωπία δεν μπορούν να δουν καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση.
Η μυωπία αρχίζει συνήθως στην παιδική ηλικία και είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε κάποιο παιδί, όταν ένας ή και οι δύο γονείς είναι μυωπικοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μυωπία σταθεροποιείται στην πρώιμη ενηλικίωση, αλλά μερικές φορές συνεχίζει να εξελίσσεται με την πάροδο των ετών.
Η μυωπία μετριέται με βαθμούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την ικανότητα εστίασης του ματιού. Όσοι έχουν υψηλό βαθμό μυωπίας μπορούν να δουν καθαρά σε απόσταση μόνο μερικών εκατοστών από τα μάτια τους. Όσοι έχουν χαμηλό βαθμό μυωπίας μπορούν να δουν καθαρά μερικά μέτρα μακριά.
Συμπτώματα
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της μυωπίας περιλαμβάνουν:
- Θαμπή ή θολή όραση μακριά
- Συχνή προσπάθεια για εστίαση
Άλλες ενδείξεις και συμπτώματα της μυωπίας περιλαμβάνουν καταπόνηση των ματιών και πονοκεφάλους, ως συνέπεια της συχνής προσπάθειας για εστίαση των ματιών.
ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ο αστιγματισμός αφορά σε μια ατέλεια στην καμπυλότητα του κερατοειδούς ή του φακού του οφθαλμού.
Στα φυσιολογικά μάτια, ο κερατοειδής και ο φακός είναι ομαλοί και καμπυλωμένοι εξίσου προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό βοηθά τις ακτίνες φωτός να εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Αν ο κερατοειδής ή ο φακός δεν είναι ομαλός και ομοιόμορφα καμπυλωτός, δε γίνεται σωστή εστίαση του φωτός στον αμφιβληστροειδή, με συνέπεια θολή και παραμορφωμένη όραση τόσο κοντά όσο και μακριά. Συχνά ο αστιγματισμός συνυπάρχει με άλλες διαθλαστικές ανωμαλίες, όπως η μυωπία και η υπερμετρωπία.
ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΠΙΑ
Η υπερμετρωπία είναι ένα κοινό πρόβλημα όρασης, το οποίο επηρεάζει περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Τα άτομα με υπερμετρωπία μπορούν να δουν μακρινά αντικείμενα πολύ καλά, αλλά δυσκολεύονται να εστιάσουν σε κοντινά αντικείμενα.
Η υπερμετρωπία προκαλείται όταν οι ακτίνες φωτός που εισέρχονται στο μάτι εστιάζουν πίσω από τον αμφιβληστροειδή, και όχι απευθείας σε αυτόν, όπως γίνεται φυσιολογικά.
Συμπτώματα
Τα άτομα που έχουν υπερμετρωπία έχουν θολή όραση στις κοντινές αποστάσεις. Επίσης, μερικές φορές έχουν πονοκέφαλο ή καταπόνηση των ματιών και μπορεί να αισθάνονται κουρασμένοι όταν εκτελούν εργασία σε κοντινή απόσταση από τα μάτια τους.
Πρεσβυωπία
Η πρεσβυωπία είναι η φυσιολογική κατάσταση που εμφανίζεται με την πρόοδο της ηλικίας. Αφορά στη βαθμιαία πάχυνση και απώλεια ευελιξίας του φυσικού φακού μέσα στο μάτι. Οι αλλαγές αυτές παρεμποδίζουν τη φυσιολογική εστίαση σε κοντινά αντικείμενα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να παρατηρούν τις συνέπειες της πρεσβυωπίας κάποια στιγμή μετά την ηλικία των 40 ετών, όταν αρχίζουν να έχουν πρόβλημα να δουν καθαρά σε κοντινή απόσταση, όπως π.χ. μηνύματα στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου.
Η πρεσβυωπία δεν αποφεύγεται κι εμφανίζεται πάντα, τόσο σε άτομα με άλλα διαθλαστικά προβλήματα, όσο και σε άτομα που δεν είχαν ποτέ πριν πρόβλημα με την όρασή τους.
Αν και η πρεσβυωπία είναι μια φυσιολογική εξέλιξη της όρασης σε όλους τους ανθρώπους, προκαλεί συχνά σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση, επειδή είναι ένα σημάδι προόδου της ηλικίας που είναι αδύνατο να αγνοηθεί και δύσκολο να κρυφτεί.
Συμπτώματα
Η πρεσβυωπία μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους, πόνο στα μάτια και οπτική κόπωση που καθιστά την ανάγνωση και άλλες εργασίες που απαιτούν κοντινή όραση πιο κουραστικές.
Θεραπεία
Οι διαθλαστικές ανωμαλίες (μυωπία, αστιγματισμός, υπερμετρωπία, πρεσβυωπία) μπορούν να διορθωθούν με γυαλιά, φακούς επαφής ή διαθλαστική χειρουργική επέμβαση, ανάλογα με το βαθμό της μυωπίας.
Η χρήση των γυαλιών οράσεως ή των φακών επαφής μπορεί να είναι συνεχής ή μόνο για συγκεκριμένες δραστηριότητες που απαιτούν καθαρή όραση σε συγκεκριμένη απόσταση, όπως η οδήγηση ή ο κινηματογράφος και το θέατρο (αστιγματισμός, μυωπία) ή η ανάγνωση (πρεσβυωπία).
Η διαθλαστική χειρουργική μπορεί να μειώσει ή και να εξαλείψει την ανάγκη σας για γυαλιά ή φακούς επαφής. Οι πιο συνηθισμένες επεμβάσεις εκτελούνται με εφαρμογές λέιζερ. Υπάρχουν δύο βασικές μέθοδοι εφαρμογής λέιζερ για τη θεραπεία της μυωπίας:
Η μέθοδος LASIK (Laser in situ keratomileusis – Λέιζερ κερατοσμίλευση) είναι η πιο συνηθισμένη και δημοφιλής επέμβαση διαθλαστικής χειρουργικής. Διαρκεί 10 έως 20 λεπτά και συνήθως το λέιζερ χρησιμοποιείται για λιγότερο από ένα λεπτό. Σε αυτή τη διαδικασία, ο/η Οφθαλμίατρος – Χειρουργός χρησιμοποιεί ειδικό ψυχρό λέιζερ (excimer laser), το οποίο δεν προκαλεί ζημιά από έγκαυμα, για να σμιλεύει τον κερατοειδή, τέμνοντας τον κερατοειδή και αφαιρώντας ένα μικρό τμήμα του στρώματος κάτω από το τμήμα που ανασηκώθηκε.
Για τη θεραπεία της μυωπίας, αφαιρούνται στρώματα ιστού από το κέντρο του κερατοειδούς, έτσι ώστε να περιοριστεί η καμπυλότητά του.
Στην υπερμετρωπία, αφαιρείται ιστός σε σχήμα δαχτυλιδιού στην περιφέρεια του κερατοειδούς, προκειμένου να ενισχυθεί η καμπυλότητα του κερατοειδούς.
Στην περίπτωση του αστιγματισμού, ο χειρουργός μπορεί να εξαλείψει τις παραμορφώσεις στην καμπυλότητα του κερατοειδούς σας με ειδικά τροποποιημένα πρωτοκόλλα εφαρμογών λέιζερ. Τα αποτελέσματα της επέμβασης LASIK στην αποκατάσταση της όρασης φαίνονται ήδη από την πρώτη μέρα μετά το χειρουργείο και η μετεγχειρητική περίοδος αποθεραπείας είναι σύντομη.
Στη μέθοδο PRK (Photo Refractive Keratectomy – Φωτοδιαθλαστική Κερατεκτομή), το λέιζερ χρησιμοποιείται για να σμιλευτεί ο κερατοειδής χιτώνας, όχι εσωτερικά, όπως στη μέθοδο LASIK, αλλά στην εξωτερική του επιφάνεια. Με άλλα λόγια, με την επέμβαση PRK αποφεύγεται η η τομή του κερατοειδούς κι αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα γιατί δεν υπάρχει πιθανότητα αποσταθεροποίησης του κερατοειδούς ή άλλων άμεσων ή μακροπροθέσμων επιπλοκών. Τα αποτελέσματα της επέμβασης PRK γίνονται ορατά περίπου 7 με 10 ημέρες μετά το χειρουργείο που είναι ο χρόνος που χρειάζεται για την επιθηλιοποίηση του κερατοειδούς και τη σταθεροποίηση της όρασης και είναι εφάμιλλα της επέμβασης LASIK.
Οι εμφυτεύσιμοι φακοί (ICL – Intraocular contact lenses) αποτελούν μια άλλη χειρουργική επιλογή για τη ασθενείς που αδυνατούν να υποβληθούν σε θεραπεία λέιζερ, έχουν ιδιαίτερα υψηλή μυωπία (άνω των 10 βαθμών) ή έχουν πολύ λεπτό κερατοειδή. Σε αυτούς τους ασθενείς μπορεί να γίνει χειρουργική τοποθέτηση ειδικών, πολύ λεπτών φακών, που προσομοιάζουν τους φακούς επαφής μπροστά από τον κρυσταλλοειδή φακό του ματιού, ο οποίος παραμένει άθικτος ή μπροστά από την ίριδα ανάλογα με την περίπτωση. Ο ενδοφακός που τοποθετείται χειρουργικά έχει ενσωματωμένη όλη την διόρθωση των γυαλιών του ασθενούς και μετά από μια σύντομη περίοδο ανάρρωσης ο ασθενής μπορεί να ευχαριστηθεί μια ζωή χωρίς εξάρτηση από γυαλιά ή φακούς επαφής.
Η διόρθωση διαθλαστικής ανωμαλίας με τη χρήση λέιζερ προϋποθέτει για τον ασθενή τα εξής:
- Ηλικία άνω των 18 ετών
- Απουσία χρόνιων παθήσεων στον κερατοειδή ή τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ασθενούς καθώς και απουσία κληρονομικών οφθαλμικών παθήσεων στην οικογένεια
- Σταθεροποιημένη όραση κατά τον τελευταίο χρόνο
Η διαθλαστική χειρουργική δεν ενδείκνυται κατά την εγκυμοσύνη και την περίοδο του θηλασμού, καθώς και σε περίπτωση επικείμενης εγκυμοσύνης.